- καθίστατο
- καθί̱στατο , καθίστημιset downimperf ind mp 3rd sgκαθίστημιset downimperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προβούλευμα — το, ΝΑ [προβουλεύω] (στην αρχ. Αθήνα και στο αττ. δίκ.) προκαταρκτική απόφαση ή διάταξη ή σχέδιο νόμου το οποίο μετά από την επιψήφιση τής εκκλησίας τού δήμου επικυρωνόταν και καθίστατο βούλευμα, απόφαση νεοελλ. (κατά την προϊσχύσασα ποιν. δικ.)… … Dictionary of Greek
καθίστατ' — καθί̱στατο , καθίστημι set down imperf ind mp 3rd sg καθί̱στατε , καθίστημι set down imperf ind act 2nd pl καθίστατε , καθίστημι set down pres imperat act 2nd pl καθίστατε , καθίστημι set down pres ind act 2nd pl καθίσταται , καθίστημι set down… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)